εμπατή

εμπατή
και αμπατή, η
1. είσοδος σε υπόγειο από την οροφή του, καταρράχτης
2. υπόγειο.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • εμπατή — εμπατή, η και αμπατή, η 1. είσοδος υπογείου από το πάνω μέρος. 2. το υπόγειο. 3. (ναυτ.), η είσοδος πλοίου σε λιμάνι …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”